Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

κάθε ταξίδι αρχίζει μ ένα βήμα

με αφορμή το πρωτότυπο #100 του Σμόλαξ 

#100 έφτασε στον προορισμό του, η μέλισσα λέει γειά

Αν ο άνθρωπος πάτησε στο φεγγάρι κι αν όντως δε μας πουλάνε παραμύθι τόσα χρόνια είναι για να μην πάει άκλαυτη η πασίγνωστη φωτογραφία με την πατούσα του αστροναύτη. Ξέρεις, εκείνη η φωτογραφία που πρωτοείδαμε στα σχολικά βιβλία ιστορίας του δημοτικού. Όση διαφορά ηλικίας κι αν έχουμε.
Προσπαθείς να γράψεις για τις μέλισσες και καταλήγεις στα μυρμήγκια. Βήμα το βήμα, φτερά πουθενά. Μυρμήγκια μιλιούνια στρατός. Μα εγώ λέω να παίξω σκάκι στις ασπρόμαυρες πλάκες του αίθριου στο κτήριο Αβέρωφ του ΕΜΠ. Να διατάξω τους στρατιώτες και τους τρελούς μου αξιωματικούς να χορέψουν κι ύστερα να πάρουν στο κυνηγητό όσους φοιτητές αρχιτεκτονικής κουβαλάνε τσάντα ΠΛΑΙΣΙΟ.
Ο παραλογισμός του βαδίσματος θα σε συναντήσει στα μονοπάτια με τα ξύλινα μαδέρια της πλατείας έξω απ το σταθμό του μετρό στον Κεραμεικό. Μαδέρι γκαζόν μαδέρι γκαζόν. Μαδέρι βήμα μαδερογκαζόν. Αν είσαι τυχερός μπορεί απλά να ζαλιστείς. Αν είσαι άτυχος μπορεί και να πέσεις. Τσέκαρέ το.
Οι Καρυάτιδες που λείπουν δεν είναι στο μουσείο. Όχι. Μας παράτησαν γιατί μας βαρέθηκαν. Μαζέψανε τα απολύτως απαραίτητα άρον άρον και τσουπ μ ένα βήμα ένα βράδυ την κάνανε απ την έξοδο κινδύνου την ώρα που οι νυχτοφύλακες κοιμόντουσαν. Και τώρα; τώρα περνάνε ζωή και κότα σε κάποιο νησί τύπου lost. Εκείνες του μουσείου, μη σε ξεγελάνε, είναι πιστά αντίγραφα και τίποτε άλλο.
34χρονη καθαρίστρια πηδά από δημόσιο κτήριο τρία στενά κάτω απ το σπίτι σου. Κάνει ένα βήμα και μετά από δεκαπέντε μέτρα κείτεται νεκρή στον ακάλυπτο. Η ζωή συνεχίζεται όμως κι εσύ το μαθαίνεις κατά τύχη στα πηγαδάκια του παντοπωλείου την επόμενη μέρα. “Δεν παίρνουμε χαμπάρι” πάει να πει πως ζούμε στους μικρόκοσμούς μας συναρτήσει του χρόνου που μας σέρνει από πίσω του. Τα βήματα μας όταν προστίθενται κάνουν τέλειους κύκλους μα εμείς δεν καταλαβαίνουμε τίποτα.  Μη δίνεις σημασία, γράφω ασυναρτησίες.
Αυτοκτονούμε για να ζήσουμε, ζούμε για να ταξιδεύσουμε, ταξιδεύουμε για να μην αυτοκτονήσουμε.

#100 (α)

#100 (β), ουφ!

#100 (γ), η (προ)τελευταία διαθήκη μου

*bonus_track*

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Αναρχόσουνγιαπάντα


γραμμένο για την τρίτη και τελευταία γραφή της Ψυτττάλειας Β του Σαμσών Ρακά (αδράξτε τη νύχτα)
 

Μου έχουνε μια ιστορία διηγημένη από παλιά
για έναν επισκέπτη στην Ακρόπολη των Αθηνών
αυτόχειρα κατ επιλογή
που ανέβηκε στο χείλος του στηθαίου να πηδήξει
κατουρήθηκε πάνω του απ τη θέα
κι ύστερα πήδηξε στο κενό
κι εκεί τελειώνει η ιστορία
γιατί δε μου είπανε ποτέ
αν ο επισκέπτης πήδηξε στο έξω το κενό του παρόντος
και χάθηκε
ή στο μέσα το κενό του παρελθόντος
και σώθηκε.

Μου έχουνε μια ιστορία διηγημένη από παλιά
για ένα ποιητή σπάνιο στη σκέψη και λεξηπλάστη
στα χέρια μέτριο όμως
σαν το Σικελιανό στην Ψυτττάλεια
-που εγώ τη γράφω πια με τρία ταφ
το τρίτο ταφ εκ του Τελαμώνος του εκδιωχθέντος εις Σαλαμίνα
κι έγινε ελαμώνος κι έλαμόνος κι έλα μόνος-
που τα έπλαθε μες στο κεφάλι του όλα όμορφα
μα δε μπορούσε να τα γράψει
κι αντί για ποιήματα
αρχαία μνήματα γίνονταν στον Κεραμεικό.

Μου έχουνε μια ιστορία διηγημένη από παλιά
για έναν άστεγο που πλάγιαζε
κάτω απ τις γέφυρες όλου του κόσμου
-του δικού μας κόσμου όχι των άλλων
Κηφισός Καβάλας Καλλιρόης Κατεχάκη-
κάτω στις υπόγειες διαβάσεις μέσα
που ένα ξημέρωμα βρήκε πεταμένο το τυχερό λαχείο
χαμένο λαχείο που κερδίζει όταν κληρώνει
κι εκεί τελειώνει η ιστορία
γιατί δε μου είπανε ποτέ
αν το εξαργύρωσε με βίλλα/μεζονέτα
ή σκίζοντας το σε κομμάτια.

Μου έχουνε ακόμα ιστορίες κι άλλες
διηγημένες από παλιά
για ένα άκακο ερπετό δίχως άκρα
που οι άνθρωποι χρόνια συνήθιζαν να το σκοτώνουν
περνώντας το για φίδι
γιατί δεν έμαθαν ποτέ
γιατί δεν θα μάθουν ποτέ
ότι δεν είναι φίδι
κι ακόμα το σκοτώνουν
σσσσσς pseudopus apodus!
για ένα καπετάνιο πάνω σε γκαζάδικο δίχως πλήρωμα
που το πλήρωμα του χρόνου τον έσπρωξε
πάνω στην ξέρα να βυθίσει το καράβι
γιατί χρόνια τριγυρνούσε στις θάλασσες
και δεν έβρισκε λιμάνι να ξαποστάσει
ούτε Ιθάκη ούτε Πηνελόπη
σσσσσς πολυταξιδεμένο μου!
για έναν ελεγκτή κομίστρου
ένα κυνηγό κεφαλών στα αστικά λεωφορεία
που έβαζε το μπόνους των ελέγχων στη μπάντα
για να αγοράσει όπλα για την επανάσταση
καλάζνικοφ αρπιτζί χειροβομβίδες εκρηκτικά
αρχίζεις με κοινωνικό κανιβαλισμό
τελειώνεις με επανάσταση
σσσσσς εσύ δικαιολογείς μια τέτοια επανάσταση;

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Ανώνυμοι θάνατοι του ισπανικού μετώπου


SPAIN. Republican soldiers in combat. 1936.
στη Σαρλότ που μου ξαναθύμησε τον Ισπανικό Εμφύλιο

Λίγο έξω απ τη Μάλαγα
στο Αλμουνεκάρ
έπειτα από ένα τετραήμερο βροχών
θανάτινη ομίχλη
μέσα στο μπαρουτοκαπνισμένο καμιόνι
δύο άντρες
μια γυναίκα
ένα μικρό αγόρι
κι ένας σκύλος
δύσκολα ξεχωρίζουν
οι μαύρες
απ τη φωτιά
φιγούρες τους.

Στον ισπανικό νότο
όλοι σηκώνουνε τους ώμους.

Μόνη διέξοδος η Σιέρρα, λένε.
Η Μάλαγα έχει πέσει προ πολλού.

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς χωρίσαμε


θυμάμαι που ερχόσουν και μ έπαιρνες απ το χέρι και περπατούσαμε στα μονοπάτια του εθνικού κήπου ή κάναμε ποδηλατάδα πάνω απ το θησείο στα στενάκια της πλάκας και στα πετράλωνα θυμάμαι μια φορά στο δάσος που πήγα να κόψω να σου χαρίσω ένα λουλούδι κι εσύ μόνο που δε με σκυλόβρισες γιατί ήθελες τα λουλούδια να τα βλέπεις να μεγαλώνουν στο χώμα κι όχι να μαραίνονται στις κλειστές σου παλάμες θυμάμαι που κοιτούσαμε απ την ταράτσα σου τη βροχή των περσείδων που έπεφταν απ τον ουρανό εκείνο το καλοκαίρι που η αθήνα έβραζε κι εμείς είχαμε ξεμείνει  από λεφτά και φανταζόμασταν με τη φαντασία μας φανταστικές διακοπές στο μαρόκο στην τουρκία στο λίβανο θυμάμαι τις αξέχαστες κουβέντες και τις συζητήσεις μας πάνω στην αρχιτεκτονική την ποίηση τη φιλοσοφία τα πολιτικά τεκταινόμενα την ιστορία πίνοντας βότκα εγώ και εσύ τζιν στον ακάλυπτο του πέτρου και της εύης που μας τον είχανε παραχωρήσει για να δροσιζόμαστε ενώ εκείνοι μπανιάριζαν στην ικαρία θυμάμαι που με αγκάλιαζες και με διαπερνούσε ένα ρίγος περίεργα όμορφο και ηλεκτρικό κι εγώ μετά σε φιλούσα πίσω απ τον λαιμό και μου έλεγες να μη σταματήσω ποτέ γιατί το απολάμβανες αφάνταστα θυμάμαι ύστερα που με παράτησες ένα ηλιόλουστο μεσημέρι που βγήκαμε στις αγορές γιατί εγώ σου χα πει πως ήμουν αγοραφοβικός από γεννησιμιού μου

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

και ζήσαμε εμείς λιγνά κι αυτοί παχύτερα


την πρώτη φορά που βγήκαμε στις αγορές ήταν τέλεια αρχίσαμε να ξαναπαίρνουμε τα διακοποδάνεια τα δανειοδάνεια τα δάνεια στα δάνεια που τόσο μας είχανε λείψει σούπερ παραντάηζ παραλιακή μεσημεριανάδικα ξέκωλο γλέντι μέχρι πρωίας πουλήσαμε το φιατάκι των 800cc και αγοράσαμε πάλι καμπριολέ και τζιπ τρικούβερτο σπάσαμε όλα τα ενεχυροδανειστήρια γιατί πλέον δε χρησίμευαν σε τίποτα και πήραμε πίσω τις χρυσές μας καδένες την πρώτη φορά που βγήκαμε στις αγορές ήταν απίστευτα παρατήσαμε τον αγαπημένο μας σκύλο στο δρόμο αδέσποτο αφήσαμε τις πλατείες την άμστελ μπουκάλι και ξεχυθήκαμε στα σκυλάδικα της ιεράς οδού οργώνοντας με περηφάνια σωρούς μπόμπες ποτών και στοίβες νεκρολούλουδα νάιλον φούστες και βρώμικο σάντουιτς στις καντίνες της θηβών ξημερώματα την πρώτη φορά που βγήκαμε στις αγορές ήμασταν συμβασιούχοι άνεργοι απολυμένοι άστεγοι μετανάστες πρώτης δεύτερης γενιάς όμως δε νιώθαμε συμβασιούχοι άνεργοι απολυμένοι άστεγοι μετανάστες πρώτης δεύτερης γενιάς γιατί απλά δεν είχε σημασία αφού είχαμε έτσι κι αλλιώς βγει στις αγορές βέβαια όλοι οι άλλοι ήταν συμβασιούχοι άνεργοι απολυμένοι άστεγοι μετανάστες μα δε μας ένοιαζε αφού δεν έχουν σημασία οι άλλοι αλλά εμείς δίχως ρεύμα δίχως σπίτι δίχως φαί μόνο αυγά μάτια χυλοπίτες ρύζι και γουάι-φάι δίχως τίποτα καθώς είχαμε βγει στις αγορές και ήταν σούπερ την πρώτη φορά που βγήκαμε στις αγορές αγκαλιαζόμασταν από αγάπη γιατί οι αγορές μας φέρανε ξανά την αγάπη που πριν μας είχε εγκαταλείψει την πρώτη φορά που βγήκαμε στις αγορές ξαναμπήκαμε ο καθένας στο καβούκι του και η ζωή συνεχίστηκε όπως πρώτα ίδια και απαράδεκτη

απρίλης 2128

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

η μοιρασιά του θησαυρού

Ένας θησαυρός, ενα απαλλοτριωμένο λεωφορείο των ΚΤΕΛ και 9 πελοποννήσιοι δραπέτες (ο χειρότερος συνδυασμός). Σταύρος Τσιώλης και Χρήστος Βακαλόπουλος. Απόσπασμα απ την ταινία "Ο χαμένος θησαυρός του Χουρσίτ Πασά" (1995).

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

μοναχικός επίλογος

(γραφείο ατομικών απαλλοτριώσεων, ώρα 14.00 το μεσημέρι, πρώτη Aπρίλη) 

Η υπάλληλος, πίσω απ το γκισέ ήταν μεσήλικας, με άσπρα μαλλιά και τσιριχτή φωνή που τρύπαγε τα τύμπανα των αυτιών σου σε κλάσματα δευτερολέπτου. Μας χώριζε το κλασικό γυάλινο τείχος των συναλλαγών, απαραίτητη αρχιτεκτονική προσθήκη σε τράπεζες και δημόσιες υπηρεσίες. Η υπενθύμιση πως πάντα θα υπάρχουν δύο κόσμοι. Η υπενθύμιση πως αυτός που σε κοιτάει απ την άλλη πλευρά του τζαμιού μπορεί και να ναι σαν κι εσένα. Ο άλλος σου εαυτός. Αποπροσανατολιστικές συνθήκες ταξικότητας. Ξύπνα, ο εχθρός είναι αλλού κι όχι πίσω απ το τζάμι. Γιατί μας χωρίζουν πάντα τείχη; Γιατί υπάρχουν σύνορα; Δε θα καταφέρουμε να γίνουμε ποτέ αερικά.

-Όνομα, μου λέει.
-Μορίς, απαντώ.
-Επίθετο.. 
-Λαμπραντόρ.
-Όπως ο σκύλος; συνεχίζει χαζογελώντας.
-Ναι, μόνο που δε γαβγίζω και συνήθως δαγκώνω σε πολύ ειδικές περιπτώσεις. 
-Μάλιστα. Είναι σαφέστατο. Τι έχετε να καταθέσετε; 
-90κάτι Τηλεπαθητικές Αγωγές. Πρωτότυπα. Τρεις μήνες ταξίδι. Ένα κι ένα. Αμερική, Γερμανία, Τουρκία, Κύπρος, Αθήνα παντού, Καλαμάτα, Γιάννενα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη και αλλού. Πολυταξιδεμένο. 
-Έχετε να δηλώσετε κάτι άλλο; 
-Κόλλα ούχου, μεταλλικό σωληνάριο, μεγάλη συσκευασία, χαρτί, ψαλίδι, μολύβι, κερί, κολάζ, χρώματα κι αρώματα, έρωτας, τηλεπάθεια, ισοπεζοποίηση, ακροπόλεμος, αναπειρότης, συλλέγω καλούδια στους δρόμους  διάφορα, μέγεθος 10 επί 13, μέγεθος Ψ, χέρι με χέρι, καινούργιοι άνθρωποι, ελπίδα, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, ταξίδια, περπάτημα, για το χαμόγελό σου τραγουδώ, ανάσα, αγκαλιές, φοβάμαι σου λέω, λεξιλόγια, αστροφεγγιές,  μοναξιά μου όλα. 
-Υπογράψτε εδώ σας παρακαλώ, λέει κ βγάζει έναν πάκο με χαρτιά.
-Και το κορίτσι; τη ρωτάω καθώς υπογράφω τη χαρτούρα.
-Το κορίτσι ξεχάστε το. Δεν πρέπει και ούτε πρόκειται να το ξαναδείτε. Και μη διανοηθείτε να την ψάξετε. Δε θα γυρίσει πίσω ξανά. 
-Τουλάχιστον, μπορώ να κρατήσω τα αναμνηστικά; απαντώ κάπως αιφνιδιασμένος.
-Ναι, μόνο τα αναμνηστικά μπορείτε να κρατήσετε, αλλά θα σας συμβούλευα να μη σκαλίζετε πολύ το παρελθόν. Μπορεί να τρελαθείτε. 
-Ευχαριστώ, μα δεν έχω σκοπό να ακολουθήσω τη συμβουλή σας. Με χρειάζεστε κάτι άλλο ή μπορώ να πηγαίνω; 
-Μια τελευταία ερώτηση. Τι σκοπεύετε να κάνετε από δω και πέρα; Έχετε σχέδια για το αύριο; 
-Xμμ, θα σας γελάσω. Το ταξίδι συνεχίζεται όμως κι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά. 

Υπέγραψα και τα τελευταία χαρτιά και στράφηκα προς την έξοδο. Περπάτησα τον πεζόδρομο παράλληλα στις γραμμές του τρένου. Στάθηκα για λίγο στα αρχαία του Κεραμεικού. Ο Ηριδανός κουτσά στραβά έρρεε ακόμα. Λένε πως στις όχθες του συσσωρεύονταν όλα τα σκατά των αρχαίων αθηναίων, εκεί θάβανε και τους νεκρούς τους. Βαλτογραφία. Νιώθεις πως αν σε τσιμπήσει κουνούπι θα πάθεις παρελθοντική ελονοσία. Μα τώρα πια στις όχθες του ποταμού ξεδιψούν δεκάδες χελώνες. 77 τον αριθμό. Κουνουπόψαρα κολυμπάνε. Λιβελούλες ερωτοτροπούν. Μπομπίνες τρυγάνε. Καρακάξες τσακώνονται μεταξύ τους. Αχ ένας τσαλαπετεινός! Φυτρώνουν χαμομήλια.

Εκεί είναι που στάθηκα για λίγο χαζεύοντας. Κι εκεί είναι που κάτι σκέφτηκα… κάτι καινούργιο!