Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Επιτοίχιο

"μη φοβάσαι, πάντα η ζωή αποφασίζει στο τέλος", έγραφε το σύνθημα στον τοίχο...κι εγώ το διάβασα κι ύστερα το έγραψα μέσα μου...

*βίντεο: περιστέρια τρέφονται με το καμμένο πτώμα αδικοχαμένου απεργού διοικητικού υπαλλήλου του ΕΜΠ, κάτω Πολυτεχνείο, 22/02/2014

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

#46 - κι όμως, με λυγισμένα γόνατα

Κ.Π.Γ.

“Άμα πεθαίνεις έως που πεθαίνεις;
Κεντρομόλος φεύγεις φυγόκεντρος έρχεσαι

Νίκος Καρούζος


Είναι κάποιοι άνθρωποι που αν και δεν έχουν βγάλει το δημοτικό μπορούν να σου μάθουνε τα πάντα. Αυτοί οι άνθρωποι αρχίζουνε σιγά σιγά να εξαφανίζονται. Χάνονται και χάνεται μαζί τους μια ολόκληρη γενιά παράδοσης και γνώσης. Μα πάλι λέω να μιλήσω με ερωτηματικά. Είναι η συνήθεια των ημερών μου.
Ξέρεις να σελώνεις και να καβαλάς άλογο; να στήνεις αλώνι; να κλαδεύεις το λιόδεντρο; να βάζεις παγίδες για τσιχλοπούλια; να σφάζεις τον τράγο και να τον γδέρνεις; να ξεχωρίζεις το αρσενικό, το θηλυκό, το σερνικοθήλυκο κατσίκι; να διακρίνεις την αφάνα από την κατσαφάνα; τα εδώδιμα μανιτάρια απ τα τοξικά; το σπαράγγι απ την οβριά; το λαδάκι απ το αγριοράδικο; ξέρεις να χαρακώνεις τα κλήματα; να φτιάχνεις κρασί; να προσανατολίζεσαι και να βρίσκεις την ώρα με τον ήλιο; ξέρεις να δένεις το σακί; πες μου ξέρεις; ξέρεις κι όλα αυτά που ξεχνώ;
Τώρα πια ξέρω, γιατί είχα την ευκαιρία να τα μάθω από έναν τέτοιο άνθρωπο. Απλά πράγματα μοναδικά. Που δε στα μαθαίνουν σε κανένα Πανεπιστήμιο μα σε βοηθούν να πάρεις πτυχίο. Όμως δεν έχουν σημασία τα χαρτιά.
Στα μέρη μου λένε πως άμα φεύγεις Κυριακή είναι καλό σημάδι. Στη γλώσσα των χριστιανών λένε πως τη στιγμή που χάνονται τα μάτια κι έρχεται το χώμα, αν βρέχει, ο θεός κλαίει από στεναχώρια γι αυτόν που έφυγε. Στην γλώσσα αυτών που δεν ορίζουν θεό τη θέση του παίρνει ο ουρανός. Τον τελευταίο καιρό αρχίζω όλο και πιο πολύ να πιστεύω πως ζούμε μόνο και μόνο για να προετοιμαστούμε γι αυτό το άγνωστο που μας περιμένει μετά το θάνατο. Σαν πρόβα νυφικού χωρίς νυφικό που κρατάει χρόνια.
Ο άνθρωπός μας μας άφησε Κυριακή πρωί και μέχρι να τον πάρει για πάντα η γη, ο ουρανός έκλαιγε. Έπειτα βγήκε ένας καλοσυνάτος ήλιος. Κι όμως έφυγε με λυγισμένα γόνατα γιατί είχε να περπατήσει πολύ καιρό. Ήταν πατέρας, παππούς και προπάππους. Κι έφυγε για την ακρίβεια την ίδια μέρα και στην ίδια ηλικία που είχε φύγει πριν 25 χρόνια κι ο δικός του πατέρας. 23 Φλεβάρη, ετών 87. Ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους που μπορούσαν να σε διδάξουν τα πάντα ενώ ο ίδιος δεν είχε καταφέρει να διδαχθεί τίποτα. Ήτανε ο παππούς μου.



Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

το μήνυμα

με αφορμή το πρωτότυπο #8 του κοριτσιού απ το καραντί

#8 (36.54977,26.278301)

Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας που οι δημιουργοί αποφασίζουν να φέρουν τα πάνω κάτω. Είναι οι μέρες που αλλάζουν τα πάντα τριγύρω δια μαγείας. Μεταμόρφωση. Έτσι που μπορεί εκεί που πριν λίγα λεπτά να βρισκόταν το δάσος έπειτα να απομένει μόνο το δέντρο ή ο έρωτας να μετατρέπεται σε μοναξιά και τ ανάστροφα.
Δε φύσαγε πάρα πολύ εκείνη τη μέρα. Το κορίτσι καθόταν στο χείλος του βράχου, πάνω στο πέτρινο στηθαίο. Πίσω της το ξωκλήσι του Αγιάννη. Πάνω της ο καλοκαιρινός ήλιος. Φορούσε μωβ φόρεμα με άσπρα λουλούδια. Όχι ο ήλιος! Το κορίτσι φορούσε το φόρεμα και αυτός αντί να υποκλίνεται στην ομορφιά της συνέχιζε απλά να την καίει. Ήλιος ανέραστος.
Το κορίτσι έπρεπε να κατέβει τα βράχια ακολουθώντας το μονοπάτι με τους πετρόκουκους, όπου αυτό ήταν εφικτό, γιατί η σήμανση σε κάποια σημεία είχε σβηστεί απ την αχρηστία. Η φύση ξέρει πάντα να παίζει το παιχνίδι της. Να γράφει κα να σβήνει. Να διαγράφει. Το κορίτσι έτρεπε να φτάσει μετά από εξουθενωτικό περπάτημα στο σημείο 36.54977,26.278301.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήπιε μια γεμάτη γουλιά νερό απ το φλασκί της. Η θερμοκρασία ξεπερνούσε τους 38 βαθμούς. Καμίνι. Άρχισε να βαδίζει προς τα κάτω. Τριγύρω της φασκόμηλα και θυμάρια, μέλισσες και αγριοκάτσικα. Πετρίτες πετούσαν κάνοντας κύκλους. Στ αριστερά της, μίνι καταρράκτες που κατέληγαν σε ρυάκια απ τα οποία πίνανε νερό λιβελούλες και πότιζαν τις ρίζες τους θεόρατες πικροδάφνες.
Μετά από δύο ώρες το κορίτσι αντίκρισε τη βοτσαλωτή ακτή και τα πρασινογάλαζα νερά της θάλασσας. Έψαξε το σημείο. Το μεγάλο γυάλινο μπουκάλι βρισκόταν ακριβώς εκεί. Μέσα του είχε χωνεμένο έναν άσπρο φάκελο. Το μήνυμα είχε ταξιδέψει με τη θάλασσα. Το χε συντάξει ο μικρότερος και πιο άπειρος δημιουργός απ όλους. Εκείνος που είχε καταφέρει μόνο να πλάσσει τα δύο άκρα δημιουργώντας εμφύλιο ακροπόλεμο, εκείνος που είχε υποθέσει το άπειρο γεννώντας αναπειρότητα, αυτός που ως μοναδικός το είχε μηδενίσει.
Χαμογέλασε. Σήκωσε το μπουκάλι και έβγαλε το φελλό. Βάσταξε στα χέρια της το γράμμα. Άρχισε να τρέμει από αγωνία. Ανατσουτσούριασε. Άνοιξε το γράμμα. Το μήνυμα ρωτούσε μονάχα. Ερώτηση κρίσεως. Ερώτηση παγίδα: “θα μπορούσες να χωρέσεις όλη τη θάλασσα στην αγκαλιά σου, αν σου τη χάριζα;” Ο δημιουργός θα προσπαθούσε να το επιδιώξει αλλά δε μπορούσε να γνωρίζει αν εκείνη θα ανταποκρινόταν. Είπαμε βέβαια πως ήτανε από τις μέρες που τα πάντα αλλάζανε.
Έβαλε το μήνυμα μέσα στο γράμμα και το φύλαξε στο δισάκι της. Κίνησε για την επιστροφή. Το ανέβασμα ήτανε πόλη και βροχή. Αριστερά και δεξιά σπίτια και βιομηχανίες από μπετό κι από χάλυβα. Το ρυάκι πλέον Κηφισός, γεμάτος μπάζα. Το μονοπάτι η εθνική οδός. Παρατρίχα δεν την πάτησαν τα αυτοκίνητα.
Προορισμός… προορισμός… περιμένετε, έχουμε δρόμο ακόμα! Τι ν απέγινε άραγε τώρα εκείνο το ξωκλήσι που βρισκότανε στην κορυφή;

#8 (α)
#8 (β)

#8 (γ)


Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

μπορείς να περπατήσεις δίχως γόνατα;


με αφορμή την Τηλεπαθητική Αγωγή,
γραμμένο για τη δεύτερη γραφή της Ψυττάλειας Β του Σαμσών Ρακά (αφαλός στο μέτωπο)


Ψυττάλεια Β (δεύτερη γραφή), μονότυπο 382, εξώφυλλο

Βρισκόμαστε στο πάρκο Ναβαρίνου. Χθες βράδυ, γύρω στις εννιά παρά. Εγώ κάθομαι στα αυτοσχέδια παγκάκια που είναι εγκατεστημένα στο μικρό λοφίσκο. Μόνος. Αυτός κάθεται ακριβώς απέναντι μου κοντά στο σημείο που συνορεύει με τις διπλανές πολυκατοικίες. Στο μοναδικό σημείο του πάρκου που φωτίζεται από μια λάμπα την οποία οι γείτονες έχουν στρέψει περίτεχνα προς το έδαφος. Μόνος κι αυτός στέκεται κάτω απ τη λάμπα. Με έχει πλάτη. Στον τοίχο είναι βιδωμένος ένας ξεχασμένος μεταλλικός σκελετός όμοιος με αυτούς που έχουν τοποθετηθεί αριστερά και δεξιά στην Αθηνών – Λαμίας και είναι φορτωμένοι με τεράστιες διαφημιστικές αφίσες. Οι λεγόμενες διαφημιστικές πινακίδες του θανάτου. Τις λένε έτσι γιατί ο οδηγός προσπαθώντας να τις κοιτάξει χάνει το δρόμο του και βρίσκει το θάνατο μέσα σε κάποιο χαντάκι ή πάνω στα δήθεν προστατευτικά της εθνικής. Ξεφεύγω όμως…

Ο άνθρωπος έχει το δεξί του πόδι πάνω στο σκελετό. Το αριστερό κάτω. Το κεφάλι λίγο σκυμμένο προς τα μέσα. Αρχίζω να τον παρατηρώ. Δε με βλέπει. Προσπαθώ να καταλάβω από περιέργεια και μόνο τι κάνει. Τον φαντάζομαι να στρίβει τσιγάρο, να φτιάχνει ξύλινα αγαλματίδια με ένα σουγιά, να γράφει την τελευταία του ποιητική συλλογή, να ακούει απ τα ακουστικά-ψείρες το βραδινό ποδοσφαιρικό ντέρμπι που μεταδίδεται από το ράδιο, να προσπαθεί ίσως να περάσει μια κλωστή μέσα απ την τρύπα της βελόνας. 

Το κινητό μου χτυπάει. Μήνυμα: «Έλα στο καφενείο ρε». Απαντάω βιαστικά -χωρίς να κοιτώ την οθόνη του κινητού- συνεχίζοντας να παρατηρώ τον άνθρωπο: «Κάνω κάτι τώρα. Δε μπορώ. Ίσως πιο μετά. Τα λέμε». Συνεχίζω να τον παρατηρώ. Έχουν περάσει περίπου σαράντα λεπτά. Δεν έχει κουνηθεί, δεν έχει αλλάξει θέση. Τώρα τον φαντάζομαι να ψαρεύει εικονικά ψάρια με αόρατη πετονιά, να λύνει σταυρόλεξο,  να συμπληρώνει ένα δελτίο στοιχήματος, να έχει απλά αποκοιμηθεί σε όρθια στάση όπως αποκοιμιόμουν καμιά φορά κι εγώ στο στρατό, την ώρα που φύλαγα γερμανικό μπροστά στην πύλη της 80 ΕΑΝΕΘ στην Κω. Η Ελλάδα δεν πέθανε ακόμα. Μα αν είναι να πεθάνει ας πεθάνει μια ώρα αρχύτερα. Θυμάμαι αυτή τη φράση.

Ξαφνικά ο άνθρωπος σωριάζεται στο χώμα σε στάση οκλαδόν. Παραμένει πάλι ακίνητος. Με έχει πλάτη ξανά. Τον παρατηρώ για λίγο ακόμα. Η ώρα δέκα παρά. Πάω κοντά του. «Είσαι καλά;» τον ρωτάω, «χτύπησες;». Αυτός στέκεται και με αγριοκοιτάζει για πέντε-έξι δευτερόλεπτα. «Μπορείς μωρέ να περπατήσεις δίχως γόνατα; ε; μπορείς;» μου απαντά με ερώτηση. Σαστίζω. Μετακινούμαι λίγα εκατοστά. Γυρίζω το βλέμμα μου προς τα εκτυφλωτικά φώτα ενός διαμερίσματος νότια και δυτικά. Εμένα ένα γόνατο μου χει απομείνει πλέον, το δεξί. Το αριστερό το έχασα. Έχουν περάσει κοντά δύο χρόνια από τότε. Κουτσά στραβά τα καταφέρνω, σκέφτομαι. Δεν έχω παράπονο.

Όμως πρέπει να φεύγω σιγά-σιγά. Είναι να συναντήσω το Σαμσών στην πλατεία. Ο χρόνος περνάει. Κοντεύει δέκα.

Ψυττάλεια Β (δεύτερη γραφή), μονότυπο 382, αποσπάσματα

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

fragmento 0,55x1,75

#963 (της Δήμητρας)
με τόσους μικρούς καθημερινούς θανάτους,
ο ύστατος κι αληθινός
θα ναι ανώδυνος μάλλον·
σαν ανεπαίσθητο επιδερμικό τρύπημα από καρφίτσα
τον φαντάζομαι


*

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

μερικές φορές πρώτα γράφω και μετά βάζω τον τίτλο


#99 (α)
#99 (β)
στη Vivian M.

κι όμως είναι δυνατόν
να βρίσκω ομοιότητες
στα απέναντι μάτια
ίσως είμαστε είδωλα
οι δύο όψεις του νομίσματος
το έξω και το μέσα του καθρέπτη
-εμείς μαζί δεν κάνουμε και χώρια παρακάνουμε-
Πηνελόπες των άλλων
προσμένουμε μ ανυπομονησία τ ανεκπλήρωτο
η Οδύσσεια όμως ήταν μυθοπλασία
και ο Οδυσσέας ένας μύθος
ο Όμηρος τυφλός
μοιάζουμε λέω

κι όμως είναι δυνατόν
να παίξεις μπουκάλα με το μαύρο αναπτήρα
το πρώτο στριφογύρισμα δεν πιάνεται
είναι δοκιμαστικό
ίσως να λέγεται και αμηχανία
μερικές φορές πρώτα γράφω και μετά βάζω τον τίτλο
μερικές φορές στον κρύο αέρα
οι σειρήνες των περιπολικών πολλαπλασιάζονται
τι σημασία έχει αν είναι δευτερόλεπτα ή αιωνιότητα το όνειρο;
τι σημασία έχει αν δάκρυσα μετά και όχι τότε;
μόνο για το φιλί έχει σημασία ο χρόνος

κι όμως είναι αδύνατον
να βρω ομοιότητες
στα απέναντι μάτια
αργά το βράδυ έξω
απ τα εφημερεύοντα
ασφαλίτες κουτσαίνουν
αρρωστημένα λευκά κράνη
κι ο τρίτος κατά σειρά
από τα δεξιά της διμοιρίας
να χασκογελά με όλη τη λεύκανση
γιατί ξέρει
πως κάποτε θα τον φάνε τα παιδιά του
ή οι φίλοι των παιδιών του

μερικές φορές
νιώθω πως ξαγρυπνώ κάτω απ το στρώμα σου
μερικές φορές
νιώθω ξένος
μερικές φορές
νιώθω κρυμμένος στο βάθος του εγκεφάλου σου




Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

#45 - Προσοχή: ...


Josef Koudelka, Prague, 1968

...για την αποφυγή ατυχήματος, η εκμάθηση πετάγματος γίνεται σε ανοιχτό χώρο

στην Ελένη


Κι όμως μπορώ
να κατεβάσω την ηλικία μου
κι απ τα 44 να επιστρέψω
πίσω στα 11
σε προεφηβικό στάδιο
-όπως μπορείς
να το προκαλέσεις-
και να πετάξω ως το τζάμι
του γραφείου στην Κηφισίας
τοκ τοκ να το χτυπήσω
κι ας μη θυμάμαι έπειτα
πως μπόρεσα και πέταξα

-άραγε τα πουλιά ζυγίζουν τον αέρα σε κλίμακα μποφόρ;
σε ρώτησα κι εσύ απάντησες πως μάλλον δε γνωρίζουν από μαθηματικά-

σου λέω όμως
πως με λίγη προσπάθεια
και καλή τεχνική
μπορώ να σηκωθώ
ως τα 20 εκατοστά
και να αιωρούμαι
πάνω από το έδαφος
και λέω αλήθεια
δε θα σε ξεγελούσα ποτέ
κι όμως μπορείς
να πλάσεις ιστορίες
άμα με τα ακροδάχτυλα αγγίξεις
αυτά που χάραζα
με ένα μικρό σουγιά
στα ξύλινα παγκάκια του Περισσού
όταν ήμουνα 11

-αγάπη, τη μορφή μιας Δήμητρας
που μ έμαθε να μαλακίζομαι περίτεχνα,
πλαστά ονόματα μυθικών ηρώων-

κι άμα καταφέρουμε να πετάξουμε
πιο ψηλά απ τα 20 εκατοστά
θα ανοίξουμε ένα ελευθεριακό φροντιστήριο
εκμάθησης πετάγματος
για να μάθουν κι άλλοι
ενδιαφερόμενοι να πετούν
και να μη χρειάζεται
να στέλνουμε εμείς
-από ανάθεση-
στον ουρανό
τα μηνύματα τους

ήθελα να σου πω
να γράφεις το α
και εγώ το β
και πάει λέγοντας
-ας γράφουμε τα ίδια και τα ίδια, δεν πειράζει-
μα ο καθένας να έχει τα δικά του χρώματα
άλλος τον ήλιο και άλλος το φεγγάρι

δε σε κυνηγά κανείς
μην τρέχεις
περπάτα λίγο πιο σιγά
-προσπάθησε τουλάχιστον-
να σου δώσω τσιγάρο
να τ ανάψεις
κι ύστερα ξέχνα με
να δεις θα με ξεχάσεις;
βλέπεις η λήθη
προτέρημα των αναίσθητων είναι
κι εμείς δε μπορέσαμε ποτέ
χωρίς συναίσθημα